Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpidocchiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impidokˈkjare] μαστίζω με ψείρες impidocchiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [impidokˈkjarsi] 1 ψειριάζω 2 γεμίζω ψείρες 3 φθειριώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |