Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiastricciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjastritˈʧare]

1 βρομίζω
2 ζωγραφίζω κακότεχνα
3 κηλιδώνω
4 γαριάζω
5 μουντζαλώνω
6 επαλείφω
7 αλείφω
8 λερώνω επαλείφοντας
9 πασαλείβω

impiastricciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impjastritˈʧarsi]

1 βρωμίζομαι
2 λερώνομαι
3 πασαλείβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiastrarsi impiastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiantistica (θηλ.ουσ)
impiantito (αρσ. επίθ και ουσ)
impianto (ουσ αρσ )
impiastrare (ρ. μτβ.)
impiastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiastricciare (ρ. μτβ.)
impiastricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiastro (ουσ αρσ )
impiccagione (θηλ.ουσ)
impiccare (ρ. μτβ.)
impiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccato (ουσ αρσ )
impiccato (επίθ.)
impiccatore (ουσ αρσ )
impiccatore (επίθ.)
impiccatura (θηλ.ουσ)
impicciare (ρ. μτβ.)
impicciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impiccinirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---