Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiantìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjanˈtire]

1 σανιδώνω
2 καλύπτω με πάτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiantare impiantista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiagarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiallacciare (ρ. μτβ.)
impiallacciatore (ουσ αρσ )
impiallacciatura (θηλ.ουσ)
impiantare (ρ. μτβ.)
impiantire (ρ. μτβ.)
impiantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impiantistica (θηλ.ουσ)
impiantito (αρσ. επίθ και ουσ)
impianto (ουσ αρσ )
impiastrare (ρ. μτβ.)
impiastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiastricciare (ρ. μτβ.)
impiastricciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiastro (ουσ αρσ )
impiccagione (θηλ.ουσ)
impiccare (ρ. μτβ.)
impiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiccato (ουσ αρσ )
impiccato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---