Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìmpeto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈimpeto]

1 έκρηξη
2 ξέσπασμα
3 ξαφνική υπέρταση ή υπερένταση
4 γιουρούσι
5 έφοδος
6 σύγκρουση
7 παρόρμηση
8 παραφορά
9 ορμητικότητα
10 ορμή
11 σφοδρότητα
12 βιασύνη
13 βιαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impetiginoso impetrabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)
impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)
impetrare (ρ.αμτβ.)
impetrare (ρ. μτβ.)
impetrativo (επίθ.)
impetratorio (επίθ.)
impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)
impetuosamente (επίρ.)
impetuosità (θηλ.ουσ)
impetuoso (επίθ.)
impiagare (ρ. μτβ.)
impiagarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiallacciare (ρ. μτβ.)
impiallacciatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---