Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impesˈtare]

μολύνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το appestare)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impervio impetigine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperturbato (επίθ.)
imperversamento (ουσ αρσ )
imperversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)
impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)
impetrare (ρ.αμτβ.)
impetrare (ρ. μτβ.)
impetrativo (επίθ.)
impetratorio (επίθ.)
impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)
impetuosamente (επίρ.)
impetuosità (θηλ.ουσ)
impetuoso (επίθ.)
impiagare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---