Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperversaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imperversaˈmento]

1 φρένιασμα
2 φρύαγμα
3 μανία
4 αγανάκτηση
5 θυμός
6 οργή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperturbato imperversare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impertinente (επίθ.)
impertinenza (θηλ.ουσ)
imperturbabile (επίθ.)
imperturbabilità (θηλ.ουσ)
imperturbato (επίθ.)
imperversamento (ουσ αρσ )
imperversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)
impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)
impetrare (ρ.αμτβ.)
impetrare (ρ. μτβ.)
impetrativo (επίθ.)
impetratorio (επίθ.)
impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---