Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impertinènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impertiˈnɛnte]

1 γλωσσάς
2 αυθάδης άνθρωπος

impertinènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impertiˈnɛnte]

αυθάδης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperterrito impertinenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)
imperterrito (επίθ.)
impertinente (ουσ αρσ και θηλ.)
impertinente (επίθ.)
impertinenza (θηλ.ουσ)
imperturbabile (επίθ.)
imperturbabilità (θηλ.ουσ)
imperturbato (επίθ.)
imperversamento (ουσ αρσ )
imperversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)
impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---