Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impèro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpɛro]

η αυτοκρατορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperniatura imperocché  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impermutabilita (θηλ.ουσ)
impernare (ρ. μτβ.)
imperniare (ρ. μτβ.)
imperniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)
imperscrutabile (επίθ.)
imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)
impersonalismo (ουσ αρσ )
impersonalità (θηλ.ουσ)
impersonalmente (επίρ.)
impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)
imperterrito (επίθ.)
impertinente (ουσ αρσ και θηλ.)
impertinente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---