Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperscrutàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imperskruˈtabile]

1 αξεμπέρδευτος
2 αξεδιάλυτος
3 ακαταλαβίστικος
4 ακατανόητος
5 ανεξερεύνητος
6 αδιευκρίνιστος
7 ανεξιχνίαστος
8 ανεξακρίβωτος
9 αινιγματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperocché imperscrutabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperniare (ρ. μτβ.)
imperniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)
imperscrutabile (επίθ.)
imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)
impersonalismo (ουσ αρσ )
impersonalità (θηλ.ουσ)
impersonalmente (επίρ.)
impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)
imperterrito (επίθ.)
impertinente (ουσ αρσ και θηλ.)
impertinente (επίθ.)
impertinenza (θηλ.ουσ)
imperturbabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---