Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impermeàbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impermeˈabile]

το αδιάβροχο, η γκαμπαρντίνα

impermeàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impermeˈabile]

αδιάβροχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impermalirsi impermeabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperlare (ρ. μτβ.)
imperlarsi (ρ.μ. (αντων.))
impermalimento (ουσ αρσ )
impermalire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impermalirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impermeabile (ουσ αρσ )
impermeabile (επίθ.)
impermeabilità (θηλ.ουσ)
impermeabilizzante (ουσ αρσ )
impermeabilizzante (επίθ.)
impermeabilizzare (ρ. μτβ.)
impermeabilizzazione (θηλ.ουσ)
impermutabile (επίθ.)
impermutabilita (θηλ.ουσ)
impernare (ρ. μτβ.)
imperniare (ρ. μτβ.)
imperniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---