Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impermeabilizzànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impermeabilidˈdzante]

στεγανοποιητικό μέσο ή διάλυμα

impermeabilizzànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impermeabilidˈdzante]

1 στεγανοποιητικός
2 αδιαβροχοποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impermeabilità impermeabilizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impermalire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impermalirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impermeabile (ουσ αρσ )
impermeabile (επίθ.)
impermeabilità (θηλ.ουσ)
impermeabilizzante (ουσ αρσ )
impermeabilizzante (επίθ.)
impermeabilizzare (ρ. μτβ.)
impermeabilizzazione (θηλ.ουσ)
impermutabile (επίθ.)
impermutabilita (θηλ.ουσ)
impernare (ρ. μτβ.)
imperniare (ρ. μτβ.)
imperniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)
imperscrutabile (επίθ.)
imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---