Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperiosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imperjosiˈta]

1 επείγουσα ανάγκη
2 επείγον
3 υπεροψία
4 αυταρχικότητα
5 επιτακτικότητα
6 πιεστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperialmente imperioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperialismo (ουσ αρσ )
imperialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imperialistico (επίθ.)
imperialità (θηλ.ουσ)
imperialmente (επίρ.)
imperiosità (θηλ.ουσ)
imperioso (επίθ.)
imperito (επίθ.)
imperituro (επίθ.)
imperizia (θηλ.ουσ)
imperlare (ρ. μτβ.)
imperlarsi (ρ.μ. (αντων.))
impermalimento (ουσ αρσ )
impermalire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impermalirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impermeabile (ουσ αρσ )
impermeabile (επίθ.)
impermeabilità (θηλ.ουσ)
impermeabilizzante (ουσ αρσ )
impermeabilizzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---