imperióso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [impeˈrjoso], [impeˈrjozo]
1 επιβεβλημένος
2 αδήριτος
3 παρακινητικός
4 ακαταμάχητος
5 υπεροπτικός
6 προστακτικός
7 κατεπείγων
8 επείγων
9 δυναστευτικός
10 αυταρχικός
11 επιτακτικός
12 ανυπέρθετος
13 άμεσης προτεραιότητας
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [impeˈrjoso], [impeˈrjozo]
1 επιβεβλημένος
2 αδήριτος
3 παρακινητικός
4 ακαταμάχητος
5 υπεροπτικός
6 προστακτικός
7 κατεπείγων
8 επείγων
9 δυναστευτικός
10 αυταρχικός
11 επιτακτικός
12 ανυπέρθετος
13 άμεσης προτεραιότητας
permalink
imperioso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android