Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperiàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impeˈrjale]

1 όνομα παλιού χρυσού νομίσματος
2 άνω τμήμα στην οροφή ταξιδιωτικής άμαξας για αποσκευές

imperiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impeˈrjale]

1 καισαρικός
2 αυτοκρατορικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperforabile imperialesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperfettamente (επίρ.)
imperfetto (ουσ αρσ )
imperfetto (επίθ.)
imperfezione (θηλ.ουσ)
imperforabile (επίθ.)
imperiale (ουσ αρσ και θηλ.)
imperiale (επίθ.)
imperialesco (επίθ.)
imperialismo (ουσ αρσ )
imperialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imperialistico (επίθ.)
imperialità (θηλ.ουσ)
imperialmente (επίρ.)
imperiosità (θηλ.ουσ)
imperioso (επίθ.)
imperito (επίθ.)
imperituro (επίθ.)
imperizia (θηλ.ουσ)
imperlare (ρ. μτβ.)
imperlarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---