imperatìvo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imperaˈtivo]
grammatica η προστακτική
imperatìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [imperaˈtivo]
1 ειλικρινής
2 μονοκόμματος
3 παρρησιαστικός
4 ρητός
5 απαιτών προσοχή ή προτεραιότητα
6 προστακτικός
7 επιβεβλημένος
8 αδήριτος
9 αναγκαίος
10 προσταχτικός
11 επιτακτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imperaˈtivo]
grammatica η προστακτική
imperatìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [imperaˈtivo]
1 ειλικρινής
2 μονοκόμματος
3 παρρησιαστικός
4 ρητός
5 απαιτών προσοχή ή προτεραιότητα
6 προστακτικός
7 επιβεβλημένος
8 αδήριτος
9 αναγκαίος
10 προσταχτικός
11 επιτακτικός
permalink
imperativo (ουσ αρσ )
imperativo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android