Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imperaˈtivo]

grammatica η προστακτική

imperatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imperaˈtivo]

1 ειλικρινής
2 μονοκόμματος
3 παρρησιαστικός
4 ρητός
5 απαιτών προσοχή ή προτεραιότητα
6 προστακτικός
7 επιβεβλημένος
8 αδήριτος
9 αναγκαίος
10 προσταχτικός
11 επιτακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperatività imperatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impepare (ρ. μτβ.)
imperante (επίθ.)
imperare (ρ.αμτβ.)
imperativale (επίθ.)
imperatività (θηλ.ουσ)
imperativo (ουσ αρσ )
imperativo (επίθ.)
imperatore (ουσ αρσ )
imperatorio (επίθ.)
imperatrice (θηλ.ουσ)
impercettibile (επίθ.)
impercettibilità (θηλ.ουσ)
impercettibilmente (επίρ.)
imperciocché (σύνδ.)
imperdonabile (επίθ.)
imperdonabilità (θηλ.ουσ)
imperfettamente (επίρ.)
imperfetto (ουσ αρσ )
imperfetto (επίθ.)
imperfezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---