Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impeˈrare]

1 είμαι αυτοκράτορας
2 επικυριαρχώ
3 ασκώ απόλυτη εξουσία
4 επικρατώ
5 εξουσιάζω
6 βασιλεύω
7 κυριαρχώ
8 κυβερνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperante imperativale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impensierire (ρ. μτβ.)
impensierirsi (ρ.μ. (αντων.))
impensierito (επίθ.)
impepare (ρ. μτβ.)
imperante (επίθ.)
imperare (ρ.αμτβ.)
imperativale (επίθ.)
imperatività (θηλ.ουσ)
imperativo (ουσ αρσ )
imperativo (επίθ.)
imperatore (ουσ αρσ )
imperatorio (επίθ.)
imperatrice (θηλ.ουσ)
impercettibile (επίθ.)
impercettibilità (θηλ.ουσ)
impercettibilmente (επίρ.)
imperciocché (σύνδ.)
imperdonabile (επίθ.)
imperdonabilità (θηλ.ουσ)
imperfettamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---