ItalianoGreco


impensierìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impensjeˈrire]

1 προκαλώ ανησυχία
2 καταθορυβώ
3 αναταράζω
4 ταράζω
5 συγχύζω

impensierirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impensjeˈrirsi]

1 αγωνιώ
2 ταράζομαι
3 κακοβάζω
4 ανησυχώ
5 το τρώγω και με τρώει
6 συγχύζομαι
7 καταθορυβούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---