Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impensàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impenˈsato]

1 απρόσμενος
2 απροσδόκητος
3 πρωτοφανής
4 απρόβλεπτος
5 αφάνταστος
6 ξαφνικός
7 ακαρτέρητος
8 απίθανος
9 αναπάντεχος
10 απρόοπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impensatamente impensierire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impennare (ρ. μτβ.)
impennarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impennata (θηλ.ουσ)
impensabile (επίθ.)
impensatamente (επίρ.)
impensato (επίθ.)
impensierire (ρ. μτβ.)
impensierirsi (ρ.μ. (αντων.))
impensierito (επίθ.)
impepare (ρ. μτβ.)
imperante (επίθ.)
imperare (ρ.αμτβ.)
imperativale (επίθ.)
imperatività (θηλ.ουσ)
imperativo (ουσ αρσ )
imperativo (επίθ.)
imperatore (ουσ αρσ )
imperatorio (επίθ.)
imperatrice (θηλ.ουσ)
impercettibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---