Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impensierìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impensjeˈrito]

1 συγχυσμένος
2 αγωνιώδης
3 ανήσυχος
4 ταραγμένος
5 καταθορυβημένος
6 αμφίβολος
7 ανησυχητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impensierirsi impepare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impensabile (επίθ.)
impensatamente (επίρ.)
impensato (επίθ.)
impensierire (ρ. μτβ.)
impensierirsi (ρ.μ. (αντων.))
impensierito (επίθ.)
impepare (ρ. μτβ.)
imperante (επίθ.)
imperare (ρ.αμτβ.)
imperativale (επίθ.)
imperatività (θηλ.ουσ)
imperativo (ουσ αρσ )
imperativo (επίθ.)
imperatore (ουσ αρσ )
imperatorio (επίθ.)
imperatrice (θηλ.ουσ)
impercettibile (επίθ.)
impercettibilità (θηλ.ουσ)
impercettibilmente (επίρ.)
imperciocché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---