Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpensierìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impensjeˈrito] 1 συγχυσμένος 2 αγωνιώδης 3 ανήσυχος 4 ταραγμένος 5 καταθορυβημένος 6 αμφίβολος 7 ανησυχητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |