Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpennàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impenˈnadʤjo] ουραίο τμήμα αεροσκάφους impennaggi ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [impenˈnadʤi] 1 σταθεροποιητικά πηδάλια στροφής αεροσκάφους 2 πηδάλια ανόδου - καθόδου αεροσκάφους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |