Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impegnatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impeɲɲaˈtivo]

δεσμευτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impegnarsi impegnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impedire (ρ. μτβ.)
impeditivo (επίθ.)
impedito (αρσ. επίθ και ουσ)
impegnare (ρ. μτβ.)
impegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impegnativo (επίθ.)
impegnato (επίθ.)
impegno (ουσ αρσ )
impegnoso (επίθ.)
impegolare (ρ. μτβ.)
impegolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelare (ρ. μτβ.)
impelarsi (ρ.μ. (αντων.))
impellente (επίθ.)
impellere (ρ. μτβ.)
impellicciare (ρ. μτβ.)
impellicciatura (θηλ.ουσ)
impendere (ρ. μτβ.)
impenetrabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---