Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impellicciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impellitʧaˈtura]

λουστράρισμα (χρησιμοποίησε καλύτερα το impiallacciatura)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impellicciare impendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impelare (ρ. μτβ.)
impelarsi (ρ.μ. (αντων.))
impellente (επίθ.)
impellere (ρ. μτβ.)
impellicciare (ρ. μτβ.)
impellicciatura (θηλ.ουσ)
impendere (ρ. μτβ.)
impenetrabile (επίθ.)
impenetrabilità (θηλ.ουσ)
impenitente (επίθ.)
impenitenza (θηλ.ουσ)
impennacchiare (ρ. μτβ.)
impennacchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impennaggio (ουσ αρσ )
impennaggi (ουσ αρσ πληθ.)
impennare (ρ. μτβ.)
impennarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impennata (θηλ.ουσ)
impensabile (επίθ.)
impensatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---