Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impelagàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impelaˈgarsi]

1 εμπλέκομαι
2 τυλίγομαι
3 ανακατεύομαι
4 πελαγώνω
5 μπλέκομαι
6 μπερδεύομαι
7 τα κάνω μούσκεμα
8 θαλασσώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impegolarsi impelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impegnato (επίθ.)
impegno (ουσ αρσ )
impegnoso (επίθ.)
impegolare (ρ. μτβ.)
impegolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelare (ρ. μτβ.)
impelarsi (ρ.μ. (αντων.))
impellente (επίθ.)
impellere (ρ. μτβ.)
impellicciare (ρ. μτβ.)
impellicciatura (θηλ.ουσ)
impendere (ρ. μτβ.)
impenetrabile (επίθ.)
impenetrabilità (θηλ.ουσ)
impenitente (επίθ.)
impenitenza (θηλ.ουσ)
impennacchiare (ρ. μτβ.)
impennacchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impennaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---