Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impeciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impeˈʧare]

πισσώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impecettare impeciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impazzito (επίθ.)
impeccabile (επίθ.)
impeccabilità (θηλ.ουσ)
impeccabilmente (επίρ.)
impecettare (ρ. μτβ.)
impeciare (ρ. μτβ.)
impeciatura (θηλ.ουσ)
impecorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impedantire (ρ.αμτβ.)
impedantire (ρ. μτβ.)
impedenza (θηλ.ουσ)
impedibile (επίθ.)
impediente (επίθ.)
impedimento (ουσ αρσ )
impedire (ρ. μτβ.)
impeditivo (επίθ.)
impedito (αρσ. επίθ και ουσ)
impegnare (ρ. μτβ.)
impegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impegnativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---