Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impaziènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impatˈtsjɛntsa]

1 ανησυχία
2 λαχτάρα
3 αδημονία
4 αγωνία
5 προθυμία
6 ανυπομονησία
7 βιασύνη
8 ζήλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impazientirsi impazzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impazientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaziente (επίθ.)
impazientemente (επίρ.)
impazientire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impazienza (θηλ.ουσ)
impazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazzata (θηλ.ουσ)
impazzimento (ουσ αρσ )
impazzire (ρ.αμτβ.)
impazzito (επίθ.)
impeccabile (επίθ.)
impeccabilità (θηλ.ουσ)
impeccabilmente (επίρ.)
impecettare (ρ. μτβ.)
impeciare (ρ. μτβ.)
impeciatura (θηλ.ουσ)
impecorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impedantire (ρ.αμτβ.)
impedantire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---