Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpazientìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impattsjenˈtire] 1 ανυπομονώ 2 χάνω την υπομονή μου impazientìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impattsjenˈtirsi] 1 ανυπομονώ 2 χάνω την υπομονή μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |