Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impavesàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impaveˈzata]

1 πλευρά πλοίου άνω καταστρώματος
2 θωράκιο πλοίου
3 παραπέτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impavesare impavido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impatto (ουσ αρσ )
impaurire (ρ. μτβ.)
impaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
impaurito (επίθ.)
impavesare (ρ. μτβ.)
impavesata (θηλ.ουσ)
impavido (επίθ.)
impazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaziente (επίθ.)
impazientemente (επίρ.)
impazientire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impazienza (θηλ.ουσ)
impazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazzata (θηλ.ουσ)
impazzimento (ουσ αρσ )
impazzire (ρ.αμτβ.)
impazzito (επίθ.)
impeccabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---