Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impavesàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impaveˈzare]

1 οχυρώνω με οχυρωματικά έργα
2 υπεραμύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaurito impavesata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impattare (ρ. μτβ.)
impatto (ουσ αρσ )
impaurire (ρ. μτβ.)
impaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
impaurito (επίθ.)
impavesare (ρ. μτβ.)
impavesata (θηλ.ουσ)
impavido (επίθ.)
impazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaziente (επίθ.)
impazientemente (επίρ.)
impazientire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impazienza (θηλ.ουσ)
impazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazzata (θηλ.ουσ)
impazzimento (ουσ αρσ )
impazzire (ρ.αμτβ.)
impazzito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---