Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impastoiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impastoˈjare]

1 μπερδεύω
2 εμποδίζω
3 μπλέκω
4 ενοχλώ
5 δένω με σκοινί (ζώο)
6 πεδικλώνω (ζώο)
7 φρενάρω
8 παρεμποδίζω
9 παρακωλύω
10 περιορίζω
11 συγχύζω
12 χαλιναγωγώ
13 παρενοχλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impastocchiare impastranarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impastatura (θηλ.ουσ)
impasticcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impasticciare (ρ. μτβ.)
impasto (ουσ αρσ )
impastocchiare (ρ. μτβ.)
impastoiare (ρ. μτβ.)
impastranarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impataccare (ρ. μτβ.)
impataccarsi (ρ.μ. (αντων.))
impattare (ρ. μτβ.)
impatto (ουσ αρσ )
impaurire (ρ. μτβ.)
impaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
impaurito (επίθ.)
impavesare (ρ. μτβ.)
impavesata (θηλ.ουσ)
impavido (επίθ.)
impazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaziente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---