Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impastàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impasˈtare]

1 μαλάζω
2 συνδέω ήχους σε αρμονική σύνθεση
3 συγκολλώ
4 μετατρέπω νερό και αλεύρι σε ζυμάρι
5 βάζω πηλό για ηχομόνωση
6 ζωγραφίζω με πυκνά χρώματα
7 φτιάχνω μείγμα πηλού
8 κολλώ
9 ζυμώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impastamento impastato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impasse (θηλ.ουσ)
impassibile (επίθ.)
impassibilità (θηλ.ουσ)
impassibilmente (επίρ.)
impastamento (ουσ αρσ )
impastare (ρ. μτβ.)
impastato (επίθ.)
impastatore (ουσ αρσ )
impastatrice (θηλ.ουσ)
impastatura (θηλ.ουσ)
impasticcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impasticciare (ρ. μτβ.)
impasto (ουσ αρσ )
impastocchiare (ρ. μτβ.)
impastoiare (ρ. μτβ.)
impastranarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impataccare (ρ. μτβ.)
impataccarsi (ρ.μ. (αντων.))
impattare (ρ. μτβ.)
impatto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---