Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparruccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imparrukˈkare]

βάζω σε κάποιον περούκα

imparruccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imparrukˈkarsi]

φορώ περούκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imparisillabo imparruccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)
imparzialmente (επίρ.)
impasse (θηλ.ουσ)
impassibile (επίθ.)
impassibilità (θηλ.ουσ)
impassibilmente (επίρ.)
impastamento (ουσ αρσ )
impastare (ρ. μτβ.)
impastato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---