Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imparenˈtare]

1 συμμαχώ (με γάμο)
2 συγγενεύω (με γάμο)

imparentàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imparenˈtarsi]

1 συμπεθερεύω
2 συγγενεύω (με γάμο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impareggiabile impari  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)
imparzialmente (επίρ.)
impasse (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---