Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimparentàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [imparenˈtare] 1 συμμαχώ (με γάμο) 2 συγγενεύω (με γάμο) imparentàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [imparenˈtarsi] 1 συμπεθερεύω 2 συγγενεύω (με γάμο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |