Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparatìccio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imparaˈtitʧo]

1 κάτι άσχημα μαθημένο
2 ατζαμίδικη δουλειά
3 κακοτεχνία
4 γνώση ημιμαθούς
5 τσαπατσουλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imparare impareggiabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---