Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparadisàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imparadiˈzare]

1 κάνω κάποιον ευτυχή
2 βάζω στον παράδεισο
3 κάνω φιλανθρωπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imparacchiare imparagonabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---