Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìmpari  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈimpari]

1 άνισος
2 ανομοιόμορφος
3 περιττός
4 κατώτερος
5 μονός
6 υποδεέστερος
7 ανεπαρκής
8 ακατάλληλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imparentarsi imparidigitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)
imparzialmente (επίρ.)
impasse (θηλ.ουσ)
impassibile (επίθ.)
impassibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---