Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impantanàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impantaˈnare]

1 λασπώνω
2 βαλτώνω
3 τελματώνω

impantanàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impantaˈnarsi]

βυθίζομαι στη λάσπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impannata impaperarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---