Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpaniàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impaˈnjato] 1 παγιδευμένος 2 μπερδεμένος 3 πιασμένος σε ιξόβεργα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |