Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impancàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impanˈkarsi]

1 αυτοπροσδιορίζομαι
2 αυτοχειροτονούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impanatura impaniare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impanare (ρ. μτβ.)
impanato (επίθ.)
impanatura (θηλ.ουσ)
impancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---