Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impanàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impaˈnare]

1 κάνω σπείρωμα σε βίδα
2 καλύπτω τροφή με τριμμένο ψωμί (για τηγάνισμα κλπ)
3 βάζω ψίχα σε μείγμα
4 σκεπάζω με ψίχουλα ψωμιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaludarsi impanato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impalpabile (επίθ.)
impalpabilità (θηλ.ουσ)
impaludare (ρ.αμτβ.)
impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impanare (ρ. μτβ.)
impanato (επίθ.)
impanatura (θηλ.ουσ)
impancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---