Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impanàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impaˈnato]

πανέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impanare impanatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impalpabilità (θηλ.ουσ)
impaludare (ρ.αμτβ.)
impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impanare (ρ. μτβ.)
impanato (επίθ.)
impanatura (θηλ.ουσ)
impancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---