Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impalpàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impalˈpabile]

1 ανάλαφρος
2 ανεπαίσθητος
3 ελάχιστος
4 λεπτός
5 ανάερος
6 ελάχιστα αντιληπτός
7 αμυδρός
8 δυσδιάκριτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impalmatura impalpabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impallare (ρ. μτβ.)
impallidire (ρ.αμτβ.)
impallinare (ρ. μτβ.)
impalmare (ρ. μτβ.)
impalmatura (θηλ.ουσ)
impalpabile (επίθ.)
impalpabilità (θηλ.ουσ)
impaludare (ρ.αμτβ.)
impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impanare (ρ. μτβ.)
impanato (επίθ.)
impanatura (θηλ.ουσ)
impancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---