Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpalcàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [impalˈkato] 1 πάτωμα 2 σανίδωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |