Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impalàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impaˈlato]

άκαμπτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impalarsi impalatura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non stare lì impalato! = μη στέκεσαι σαν παλούκι!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )
impalancato (ουσ αρσ )
impalare (ρ. μτβ.)
impalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impalato (επίθ.)
impalatura (θηλ.ουσ)
impalcare (ρ. μτβ.)
impalcato (αρσ. επίθ και ουσ)
impalcatura (θηλ.ουσ)
impallare (ρ. μτβ.)
impallidire (ρ.αμτβ.)
impallinare (ρ. μτβ.)
impalmare (ρ. μτβ.)
impalmatura (θηλ.ουσ)
impalpabile (επίθ.)
impalpabilità (θηλ.ουσ)
impaludare (ρ.αμτβ.)
impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---