Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impagliatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impaʎʎaˈtura]

1 κάλυψη με άχυρο
2 βαλσάμωμα
3 ψάθινη επίστρωση καρέκλας
4 γέμισμα με άχυρο
5 ταρίχευση
6 φτιάξιμο ψάθινων καρεκλών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impagliatore impala  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impagliare (ρ. μτβ.)
impagliatino (ουσ αρσ )
impagliatino (επίθ.)
impagliato (επίθ.)
impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )
impalancato (ουσ αρσ )
impalare (ρ. μτβ.)
impalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impalato (επίθ.)
impalatura (θηλ.ουσ)
impalcare (ρ. μτβ.)
impalcato (αρσ. επίθ και ουσ)
impalcatura (θηλ.ουσ)
impallare (ρ. μτβ.)
impallidire (ρ.αμτβ.)
impallinare (ρ. μτβ.)
impalmare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---