Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈimo]

1 πάτος
2 το κατώτατο σημείο
3 ο πιο ταπεινός άνθρωπος

ìmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈimo]

1 ταπεινότατος
2 κατώτατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immutazione imoscapo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immutabile (επίθ.)
immutabilità (θηλ.ουσ)
immutabilmente (επίρ.)
immutato (επίθ.)
immutazione (θηλ.ουσ)
imo (ουσ αρσ )
imo (επίθ.)
imoscapo (ουσ αρσ )
impaccaggio (ουσ αρσ )
impaccare (ρ. μτβ.)
impaccatore (ουσ αρσ )
impaccatura (θηλ.ουσ)
impacchettare (ρ. μτβ.)
impacciare (ρ. μτβ.)
impacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impacciato (επίθ.)
impaccio (ουσ αρσ )
impaccioso (επίθ.)
impacco (ουσ αρσ )
impadronirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---