Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόìmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈimo] 1 πάτος 2 το κατώτατο σημείο 3 ο πιο ταπεινός άνθρωπος ìmo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈimo] 1 ταπεινότατος 2 κατώτατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |