Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpaccàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impakˈkadʤo] 1 συσκευασία 2 στοίβαγμα 3 πακετάρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |