Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpaccióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impatˈʧoso], [impatˈʧozo] 1 μπελαλίδικος 2 παρεμποδιστικός 3 αυτός που βρίσκει παντού εμπόδια 4 ενοχλητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |