Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impaccióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impatˈʧoso], [impatˈʧozo]

1 μπελαλίδικος
2 παρεμποδιστικός
3 αυτός που βρίσκει παντού εμπόδια
4 ενοχλητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaccio impacco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impacchettare (ρ. μτβ.)
impacciare (ρ. μτβ.)
impacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impacciato (επίθ.)
impaccio (ουσ αρσ )
impaccioso (επίθ.)
impacco (ουσ αρσ )
impadronirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impagabile (επίθ.)
impaginare (ρ. μτβ.)
impaginatore (ουσ αρσ )
impaginatura (θηλ.ουσ)
impaginazione (θηλ.ουσ)
impagliare (ρ. μτβ.)
impagliatino (ουσ αρσ )
impagliatino (επίθ.)
impagliato (επίθ.)
impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---