Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impacciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impatˈʧare]

1 καθυστερώ και βάζω εμπόδια
2 δυσκολεύω
3 βασανίζω
4 γίνομαι φόρτωμα
5 βάζω σε μπελά
6 επεμβαίνω εμποδίζοντας
7 ενοχλώ
8 εμποδίζω
9 παρενοχλώ
10 παρεμποδίζω
11 επιβαρύνω

impacciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impatˈʧarsi]

1 επεμβαίνω
2 παρεμβαίνω
3 ενοχλούμαι
4 ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impacchettare impacciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaccaggio (ουσ αρσ )
impaccare (ρ. μτβ.)
impaccatore (ουσ αρσ )
impaccatura (θηλ.ουσ)
impacchettare (ρ. μτβ.)
impacciare (ρ. μτβ.)
impacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impacciato (επίθ.)
impaccio (ουσ αρσ )
impaccioso (επίθ.)
impacco (ουσ αρσ )
impadronirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impagabile (επίθ.)
impaginare (ρ. μτβ.)
impaginatore (ουσ αρσ )
impaginatura (θηλ.ουσ)
impaginazione (θηλ.ουσ)
impagliare (ρ. μτβ.)
impagliatino (ουσ αρσ )
impagliatino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---