Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpakko]

medicina η κομπρέσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaccioso impadronirsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impacciare (ρ. μτβ.)
impacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impacciato (επίθ.)
impaccio (ουσ αρσ )
impaccioso (επίθ.)
impacco (ουσ αρσ )
impadronirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impagabile (επίθ.)
impaginare (ρ. μτβ.)
impaginatore (ουσ αρσ )
impaginatura (θηλ.ουσ)
impaginazione (θηλ.ουσ)
impagliare (ρ. μτβ.)
impagliatino (ουσ αρσ )
impagliatino (επίθ.)
impagliato (επίθ.)
impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---