Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


immusonìrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [immuzoˈnirsi]

1 στραβομουτσουνιάζω
2 σκυθρωπεύω
3 μουτρώνω
4 κατσουφιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  immunsiero immusonito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

immunologo (ουσ αρσ )
immunoreattivo (επίθ.)
immunoterapeutico (επίθ.)
immunoterapia (θηλ.ουσ)
immunsiero (ουσ αρσ )
immusonirsi (ρ. μ. αμτβ.)
immusonito (επίθ.)
immutabile (επίθ.)
immutabilità (θηλ.ουσ)
immutabilmente (επίρ.)
immutato (επίθ.)
immutazione (θηλ.ουσ)
imo (ουσ αρσ )
imo (επίθ.)
imoscapo (ουσ αρσ )
impaccaggio (ουσ αρσ )
impaccare (ρ. μτβ.)
impaccatore (ουσ αρσ )
impaccatura (θηλ.ουσ)
impacchettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---